- λαχανοπωλεῖον
- λᾰχᾰνοπωλ-εῖον, τό,A greengrocer's shop, POxy.1461.22 (iii A.D.), nisi leg. -ιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανοπωλείο — το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο … Dictionary of Greek